- κλώστρ(ι)α
- η прядильщица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλώστρ(ι)α — η (Μ κλώστρα) βλ. κλώστης … Dictionary of Greek
κλώστης — ο, θηλ. κλώστρ(ι)α (Α κλωστής, Μ κλώστης, θηλ. κλώστρα) [κλώθω] (το αρσ. και θηλ.) ο κλώστης ή η κλώστρα εργαλείο νηματουργίας, αδράχτι νεοελλ. 1. τεχνίτης που φτ(ε)ιάχνει νήματα σε κλωστοϋφαντουργείο 2. το θηλ. η κλώστρια η κλωστική μηχανή… … Dictionary of Greek